Έτος 2001.Μετά την τεράστια επιτυχία των τριών πρώτων Resident Evil, η Capcom και ο Shinji Mikami αποφασίζουν να βγάλουν το τέταρτο παιχνίδι της σειράς. Ο Mikami, όμως, είχε κάτι τελείως διαφορετικό και ιδιαίτερο στο μυαλό του. Ένα παιχνίδι που αντί να παίρνεις τον έλεγχο ενός ανθρώπου, χειρίζεσαι έναν δαίμονα, αντί για ζόμπι να σκοτώνεις δαίμονες και αντί για όπλα να έχεις σπαθιά, δεν ταίριαζε στην ιστορία του Resident Evil. Ήταν, όμως, κάτι πολύ όμορφο σαν ιδέα και αρκετά πρωτότυπο.
Βλέποντας η Capcom αυτή την ιδέα αναθέτει στον Hideki Kamiya την δημιουργία αυτού του νέου παιχνιδιού. Και κάπως έτσι ξεκινάει η ιστορία του Devil May Cry, ενός τίτλου που θα άλλαζε για πάντα τον χώρο των video games, καθώς εισήγαγε ένα νέο genre, το Hack and slash .Η αποδοχή του κοινού ήταν κάτι παραπάνω από θερμή, με αποτέλεσμα η Capcom να βγάλει τρία παιχνίδια στην προηγούμενη γενιά κονσολών, ένα στην τωρινή και να ετοιμάζει άλλο ένα για το 2013.
Έτσι, εν έτη 2012, αποφασίζει να κυκλοφορήσει ένα πακέτο που θα συμπεριλαμβάνει όλα τα παιχνίδια της προηγούμενης γενιάς σε γραφικά υψηλής ευκρίνειας, για να τα ξανά απολαύσουν οι παλιοί και να τα μάθουν οι νέοι. Το εάν έκανε καλά ή όχ,ι όπως επίσης και εάν -στην πράξη- το έκανε καλά, θα το διαπιστώσουμε στο κείμενο που ακολουθεί.
And so it begins…
Προτού ξεκινήσουμε να αναλύουμε την ιστορία των παιχνιδιών, θα ήταν σημαντικό να αναφερθεί ότι τα παιχνίδια δεν ακολουθούν την χρονολογική σειρά που βγήκαν. Δηλαδή σύμφωνα με το ιστορία του παιχνιδιού το πρώτο είναι το Devil May Cry 3, ακολουθεί το Devil May Cry και τελευταίο είναι το Devil May Cry 2. Θεωρούμε ότι είναι ποιο σωστό να πάρουμε τα παιχνίδια έτσι όπως βγήκαν για να μπορέσουμε να εξετάσουμε και τις βελτιώσεις που γίνανε στην πάροδο του χρόνου. Θα προτείναμε επίσης να τα παίξετε και σεις με την σειρά που βγήκαν για να το διαπιστώσετε και οι ίδιοι.
Σε όλα τα παιχνίδια αναλαμβάνουμε τον ρόλο του Dante, γιο του σπουδαίου πολεμιστή Sparda, ο οποίος εάν και δαίμονας, πολέμησε το είδος του για να προστατέψει τους ανθρώπους από την καταστροφή. Ο Dante έχει πάρει αρκετές από τις δυνάμεις του πάτερα του, μιας και ”ρέει” μέσα το αίμα του. Πάμε όμως να δούμε λίγο ποιο αναλυτικά το καθένα από τα τρία παιχνίδια ξεχωριστά.
Devil May Cry
Ξεκινώντας το παιχνίδι βρισκόμαστε στο γραφείο μας και δεχόμαστε επίθεση από την Τrish, η οποία αφού μας καρφώνει το σπαθί μας στο στήθος αποχωρεί (Τι υπεροχή εισαγωγή!) .Ένας δαίμονας, όμως, δε μπορεί να πεθάνει τόσο εύκολα και αφού το συνειδητοποιεί αυτό η Trish, καταλαβαίνει ότι πράγματι είμαστε ο απόγονος του Sparda και μας αποκαλύπτει τον λόγο της επίσκεψη της. Ο αυτοκράτορας του δαιμονικού κόσμου, Mundus, επέστρεψε, με σκοπό να καταστρέψει τον ανθρώπινο κόσμο. Μόνο ο Dante μπορεί να τον νικήσει και έτσι ξεκινάει η περιπέτειά μας στο Mallet Island. Η ιστορία μπορεί να μην είναι κάτι το τρομερό (ούτως ή άλλως οι developers δεν επικεντρώθηκαν εκεί) είναι, όμως, η κατάλληλη για να μας δώσει το έναυσμα του… «πετσοκόμματος» που θα ακολουθήσει.
Και ερχόμαστε στον τομέα του gameplay. Πραγματικά μιλάμε για ένα διαμάντι ακόμα και 11 χρόνια μετά. Η δράση είναι συνεχόμενη και ξέφρενη. Σφάζουμε στρατιές δαιμόνων, πάντα με style, αφού πάνω σε αυτήν την παράμετρο είναι βασισμένη όλη η φιλοσοφία του παιχνιδιού. Δηλαδή, γρήγορα και συνεχόμενα combos, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να αποφεύγουμε και τα χτυπήματα των αντιπάλων. Στο τέλος κάθε αποστολής έχουμε την βαθμολόγησή μας σε γράμματα, η οποία ξεκινά με το D (Dull) και φτάνει στο S. Η βαθμολογία μας εξαρτάται από τον χρόνο ολοκλήρωσης της αποστολής, τα κόκκινα orbs (το ”νόμισμα” του παιχνιδιού) που μαζέψαμε, το πόση ζημιά πάθαμε κ.α.. Το gameplay του παιχνιδιού είναι αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει, μιας που μετά από τόσα χρόνια στέκεται εξαιρετικά, με την πρόκληση να είναι υψηλή και να μας ”αναγκάζει” να γίνουμε καλύτεροι.
Από τεχνικής άποψης το παιχνίδι κυμαίνετε σε πολύ καλά επίπεδα, κάτι που φυσικά βοήθησε η εξαρχής καλλιτεχνική κατασκευή του. Το upscale που έγινε στα γραφικά κρίνετε ικανοποιητικό, με κάποια όμως θεματάκια. Πρώτον και κύριον οι εκρήξεις, στις οποίες η μηχανή γραφικών δείχνει τα χρονάκια της (με τα τετραγωνισμένα pixels να είναι κάτι παραπάνω από φανερά).
Επίσης, τα cut-scenes έμειναν στην 2001 εποχή (χωρίς κάποιον προφανή λόγο), κάτι που ίσως ενοχλήσει αρκετά ορισμένους. Τέλος, ένα άλλο στοιχείο που μας ενόχλησε είναι ότι λείπουν σχεδόν πάντα οι υπότιτλοι όταν μιλάει ο Dante (επίσης δεν μπορούμε να καταλάβουμε το γιατί).
Από ηχητικής απόψεως το παιχνίδι παίρνει άριστα, μιας και καταφέρνει να μας περάσει αυτό το γοτθικό και μεσαιωνικό μοτίβο γύρω από το οποίο είναι φτιαγμένο (ας μην ξεχνάμε ότι το παιχνίδι διαδραματίζετε σχεδόν αποκλειστικά σε ένα μεσαιωνικό κάστρο) και σε αυτό βοηθάει όλη η μουσική επένδυση. Το voice acting παραμένει το ίδιο ως είχε, χωρίς κάποια ιδιαίτερη αλλαγή σε θέματα ηθοποιών για παράδειγμα.
Devil May Cry 2
Και ερχόμαστε στο δεύτερο παιχνίδι της σειράς, το οποίο έχει διχάσει πολύ κόσμο, με σχεδόν όλους να παραδέχονται την μετριότητα του και την αποτυχία διαδοχής του προκάτοχου του ακόμα και από… την ίδια την Capcom!
Από θέμα ιστορίας αναλαμβάνουμε και πάλι τον Dante, όπου συναντάμε την Lucia σε ένα μουσείο, η οποία μας καλεί να συναντήσουμε την μητέρα της. Αφού πληροφορούμαστε ότι εκτός από το γεγονός πως πολέμησε δίπλα στον πατέρα μας (!), πρέπει να σταματήσουμε τον Arius, έναν διεθνή επιχειρηματία με δαιμονικές δυνάμεις που έχει σαν σκοπό να μαζέψει όλα τα Arcana αντικείμενα και να κυριέψει τον κόσμο. Σίγουρα, η ιστορία δεν διαφέρει και πολύ από το πρώτο παιχνίδι αλλά το θέμα είναι ότι είναι γραμμική, χωρίς καμία ανατροπή μέχρι το τέλος του παιχνιδιού. Φυσικά, η διαφωνία πάνω στο παιχνίδι δεν περιστρέφεται γύρω από την ιστορία του, αλλά κυρίως στη μειωμένη δυσκολία καθ’ όλη την διάρκειά του, πάντα σε σύγκριση με το πρώτο.
Το gameplay παραμένει το ίδιο με μερικές προσθήκες, όπως για παράδειγμα την ικανότητα να περπατάμε στους τοίχους ή την ικανότητα να συνεχίσουμε τα combo μας στον αέρα, όπως επίσης και την εναλλαγή όπλων χωρίς να χρειαστεί να μπούμε στο κεντρικό μενού. Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι μπορούμε να παίξουμε το campaign και ως Lucia, με τις διαφορές στο παιχνίδι να είναι ελάχιστες και ουσιαστικά να παίζουμε το ίδιο story πάλι από την αρχή με μικρές παραλλαγές. Μια μάλλον αποτυχημένη προσπάθεια από πλευράς Capcom για να μεγαλώσει την διάρκεια του τίτλου. Κατά γενική ομολογία πάντως, το gameplay αποτυγχάνει να έχει το βάθος και βάρος του πρώτου, κυρίως της μηδαμινής δυσκολίας αλλά και του ελάχιστου challenging στοιχείου (χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι μπορείς να τερματίσεις το παιχνίδι μόνο με τα διπλά πιστόλια)
Από τεχνικής άποψης το παιχνίδι κυμαίνεται σε ικανοποιητικά επίπεδα χωρίς να εντυπωσιάζει. Βέβαια, αποτυχαίνει να μας βάλει στο κλίμα του πρώτου μέρους της σειράς, μιας που το όλο γοτθικό και μελαγχολικό κλίμα του κάστρου και του νησιού του πρώτου παιχνιδιού έχει δώσει την θέση του σε μια κατεστραμμένη και απρόσωπη πόλη. Συνοπτικά, το Devil May Cry 2 κρίνετε μετριότατο.
Devil May Cry 3
Και μετά τα πολλά κακώς κείμενα γύρω από το DMC 2, η Capcom βγάζει το ίσως καλύτερο και αρτιότερο παιχνίδι της τριλογίας. Στο τρίτο μέρος της σειράς (το οποίο στην χρονολογική σειρά του story είναι το πρώτο, όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή) αναλαμβάνουμε τον Dante στα πρώτα βήματα της… καριέρας του σαν demon-hunter. Ξεκινάμε κλασσικά στο γραφείο μας (το οποίο δεν έχει όνομα…!) όπου δεχόμαστε μια επίσκεψη από έναν μυστηριώδη τύπο, ονόματι Arkham, ο οποίος μας προσκαλεί να συναντήσουμε το δίδυμο αδελφό μας, Vergil.
Οι αλλαγές στο gameplay είναι αρκετές και σημαντικές. Καταρχάς, μας δίνεται η επιλογή του στυλ μάχης που μας βολεύει ή ταιριάζει στην περίσταση (πχ. σε ένα Boss Fight) και έτσι μπορούμε να διαλέξουμε ανάμεσα στο να είμαστε καλύτεροι στην αποφυγή επιθέσεων, στο να έχουμε περισσότερες κινήσεις με τα σπαθιά ή να κάνουμε περισσότερα κόλπα με τα όπλα και άλλα πολλά. Όσο παίζουμε με ένα στυλ τόσο ανεβαίνουμε level και ξεκλειδώνουμε περισσότερες κινήσεις.
Σίγουρα αποτελεί μια εξαιρετική προσθήκη, καθώς προσφέρει ακόμα μεγαλύτερο ”βάθος” στο gameplay. Επίσης, η δυσκολία πλέον επανέρχεται στα υψηλά standards που γνωρίσαμε στο πρώτο μέρος της σειράς και πλέον απαιτείται στρατηγική ώστε να καταφέρουμε να εξοντώσουμε ορισμένους εχθρούς και σχεδόν όλα τα boss-fights. Επιπλέον, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι στην HD Collection υπάρχει η Special Edition του παιχνιδιού, στην οποία μας δίνετε η δυνατότητα να παίξουμε το campaign από την μεριά του Vergil (όπως ακριβώς στο DMC2).
Από τεχνικής άποψης το Devil May Cry 3 παίρνει άριστα, ενώ και χωρίς κάποιο ιδιαίτερο upscale ο τίτλος ήταν ήδη πανέμορφος. Τα γραφικά δεν δείχνουν σε καμία περίπτωση ότι είναι του 2005 και σε αυτό βοήθησε το εξαρχής προσεγμένο art direction. Φυσικά, εν έτη 2012 έχουμε δει καλύτερα πράγματα αλλά το Devil May Cry 3 στέκεται ισάξια με πολλούς σύγχρονους τίτλους.
Όσον αφορά την μουσική και γενικά τον ήχο, το παιχνίδι καταφέρνει να μας κερδίσει με τη μείξη εκκλησιαστικών μελωδιών και heavy metal ήχους με ψυχεδελική electro μουσική, οι οποίες παίζουν κατά την διάρκεια της μάχης και δημιουργούν ένα πολύ όμορφο σύνολο. Από άποψη voice-over, οι ηθοποιοί μπορεί να μην διεκδικούν όσκαρ ερμηνειών αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως κάνουνε πολύ καλά την δουλειά τους, ενώ ειδικά οι ατάκες του Dante δεν θα σας αφήσουν στιγμή να… χαλαρώσετε από τα γέλια μιας που είναι… νέος και πολύ cool.
[yframe url=’http://www.youtube.com/watch?v=IPWsENewI4s’]
Absolutely Crazy About it
Συνοπτικά, το Devil May Cry HD Collection είναι μια υπερπλήρεις συλλογή σε αντίθεση με πολλές άλλες που έχουνε βγει. Όποιος την αγοράσει θα έχει αποκτήσει οτιδήποτε έχει βγει, είτε από θέμα ιστορίας είτε από θέμα gameplay, χωρίς να ανατρέχει σε άλλες κονσόλες (όλα σε ένα, νοικοκυρεμένα δηλαδή). Η δουλειά που έχει κάνει η Capcom είναι αρκετά ικανοποιητική, χωρίς να σημαίνει ότι είναι τελεία ή ότι δεν μπορούσε να γίνει καλύτερη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όποιος την τιμήσει δεν θα απογοητευτεί.
Από ότι φαίνεται… Devils Never Cry!
Βαθμολογία: 7.5/10
Εταιρεία ανάπτυξης:Capcom
Εταιρεία έκδοσης: Capcom
Αριθμός παιχτών: 1
Ηλικίες: PEGI 16
Επίσημη ιστοσελίδα: www.devilmaycry.com