Το όνομα “Resident Evil” έχει καταφέρει με τα χρόνια να σημαίνει πολλά –και συνάμα διαφορετικά- πράγματα σε πολλούς ανθρώπους. Λίγα ονόματα είναι τόσο αναγνωρίσιμα όσο αυτό του franchise της Capcom, την πορεία του οποίου δύσκολα θα μπορούσε να προβλέψει ο δημιουργός του, Shinji Mikami. Πιο συγκεκριμένα, το Resident Evil ίσως και να είναι το μοναδικό franchise το οποίο κατάφερε να ορίσει – και στη συνέχεια να επανακαθορίσει – δύο διαφορετικά genres, αλλά και ένα μεγάλο κομμάτι του gaming, γενικότερα. Έτσι λοιπόν, το survival horror που έδινε έμφαση στην ατμόσφαιρα και την επιβίωση, με τα χρόνια έγινε ένας action τίτλος με άφθονη δράση και σκηνές που θυμίζουν κινηματογραφικά blockbusters.
Οι εξελίξεις όμως δεν περιμένουν κανέναν και το Resident Evil δεν αποτελεί εξαίρεση στη σύγχρονη βιομηχανία των video games. Μπορεί στα 16 χρόνια ιστορίας του να έφερε πολλές και ριζικές αλλαγές, είναι όμως σε θέση να ακολουθήσει τον ανταγωνισμό στο δρόμο που το ίδιο φαίνεται να έχει χαράξει τα τελευταία χρόνια;
Τα γεγονότα του Resident Evil 6 λαμβάνουν χώρα σε μία χρονική περίοδο επτά μηνών – και πιο συγκεκριμένα από τον Δεκέμβριο του 2012 μέχρι τον Ιούλιο του 2013. Σε αυτή τη χρονική περίοδο και μέσα από μια αφήγηση, η οποία δεν ακολουθεί τη χρονική σειρά των γεγονότων, θα μάθουμε για την ανασύσταση της Umbrella, αυτή τη φορά κάτω από διαφορετική… διοίκηση, καθώς και για τα σχέδιά της νεοσύστατης αυτής οργάνωσης να εξαπλώσει έναν νέο ιό, τον C-Virus, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη.
Μέσα από τα τέσσερα campaigns, ο τίτλος θα μας ταξιδέψει σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία, με τις επιστροφές παλιών αγαπημένων, αλλά και νεοεισερχόμενων χαρακτήρων στη σειρά. Το καθένα από αυτά έχει το δικό του χαρακτήρα και αφηγείται την ιστορία των πρωταγωνιστών του με το δικό του, ξεχωριστό τρόπο, ενώ σε πολλά σημεία οι δρόμοι όλων των χαρακτήρων συμπίπτουν, δίνοντας την ευκαιρία στους παίκτες να ζήσουν ορισμένα γεγονότα μέσα από τέσσερις διαφορετικές σκοπιές.
Στο πρώτο (όχι σε χρονολογική σειρά) από αυτά, πρωταγωνιστές είναι ο Leon S. Kennedy και η Helena Harper, σε μια περιπέτεια που προσπαθεί να ακολουθήσει το ύφος των τριών πρώτων τίτλων της σειράς. Αρχικά φαίνεται να τα καταφέρνει, με την ατμόσφαιρα να έχει τον πρώτο λόγο, πολύ γρήγορα όμως θα απογοητεύσει όσους περίμεναν μια ανάλογη εμπειρία. Ο action χαρακτήρας του τίτλου προσπαθεί απεγνωσμένα να «αναλάβει» τα ηνία, ενώ οι ατμοσφαιρικές σκηνές περιορίζονται στα αργοκίνητα zombies, τον χαμηλό φωτισμό και σε μερικά «φτηνά» τρομάγματα – και αυτό όχι πάντα. Ορισμένοι γρίφοι θα κάνουν την εμφάνισή τους, αλλά κανείς από αυτούς δε θα προκαλέσει τη παραμικρή πρόκληση.
Σειρά έχουν οι Chris Redfield και Piers Nivans, όπου και ο τίτλος απομακρύνει κάθε υποψία ατμόσφαιρας και horror στοιχείου, αλλάζοντας σε ένα blockbuster third-person action shooter. Οι σφαίρες πέφτουν βροχή και οι εκρήξεις είναι παραπάνω από αρκετές, με το αυτόματο του Chris να μην αφήνει την παραμικρή υποψία οικονομίας στις σφαίρες. Η καταιγιστική δράση δεν σταματάει δευτερόλεπτο – και σε αυτό βοηθάνε και οι J’avo (κάτι σαν τους Majini από το RE5), οι οποίοι χειρίζονται τα όπλα με την ίδια ευκολία, ενώ μπορούν να πιλοτάρουν μέχρι και… ελικόπτερα.
Το τρίτο σε σειρά campaign είναι αυτό του Jake Muller και της Sherry Birkin. Εδώ, η περιπέτεια ακολουθεί ένα δρόμο ανάμεσα στους δύο προηγούμενους, με άφθονες δόσεις δράσης, ατμοσφαιρικές τοποθεσίες, ακόμη και κομμάτια sneaking (!). Ο γιός του Albert Wesker και η –πλέον όχι και τόσο- μικρούλα Sherry ίσως να είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του τίτλου, με όμορφες σκηνές δράσης και αρκετά καλό pacing.
Μέτα την ολοκλήρωση των παραπάνω ξεκλειδώνεται το campaign της Ada Wong, το οποίο έρχεται να κλείσει με τον καλύτερο τρόπο την ιστορία του τίτλου και να «γεμίσει» τα οποία σεναριακά κενά και τις απορίες που δημιουργούνται. Από πλευράς gameplay, το campaign της Ada είναι αυτό που θυμίζει περισσότερο απ’όλα τον χαρακτήρα των πρώτων Resident Evil, με αργή εξέλιξη της δράσης, γρίφους που θα χρειαστούν παραπάνω από λίγα δευτερόλεπτα για την επίλυσή τους, αλλά και την έλλειψη κάποιου teammate, εκτός βέβαια από τα σημεία που ο δρόμος της Ada συναντιέται με αυτόν των υπόλοιπων χαρακτήρων.
Τα τέσσερα campaigns θα απασχολήσουν τον μέσο παίκτη για περίπου 25-30 ώρες, κάτι που κάνει το Resident Evil 6 μακράν τον πιο μεγάλο τίτλο της σειράς. Επιπρόσθετα, όλα τα campaigns (πλην αυτού της Ada) έχουν τη δυνατότητα co-op multiplayer, ενώ στα σημεία όπου οι χαρακτήρες συναντιούνται, ο τίτλος αναλαμβάνει να κάνει matchmaking με άλλους παίκτες που βρίσκονται στο ίδιο σημείο εκείνη τη στιγμή. Ευχάριστη προσθήκη είναι και το Agent Hunt (όχι ο Ethan :P) στο οποίο παίκτες μπορούν να «εισβάλλουν» στο campaign άλλων ως τέρατα και να προσπαθήσουν να δυσχεράνουν το έργο τους.
Σαν mode είναι αρκετά διασκεδαστικό στην αρχή, πολύ γρήγορα όμως χάνει ο ενδιαφέρον του και δύσκολα κάποιος θα το επισκεφθεί παραπάνω από λίγες φορές. Τα modes ολοκληρώνονται με το γνωστό (και αγαπημένο) Mercenaries, στο οποίο οι παίκτες διαλέγουν τον αγαπημένο τους χαρακτήρα και προσπαθούν να κρατηθούν ζωντανοί όσο περισσότερο μπορούν, συλλέγοντας πόντους με τις προσπάθειές τους. Εδώ τα πράγματα είναι αρκετά πιο ενδιαφέροντα, με το σύστημα ανταμοιβής ανεβάζει αρκετά το replayability.
Από πλευράς χειρισμού, αρκετά πράγματα έχουν αλλάξει στο Resident Evil 6. Αφενός μεν ο τίτλος είναι αρκετά βελτιωμένος σε σχέση με το παρελθόν, αφετέρου δε σε πολλά σημεία φαίνεται πως υπολείπεται σημαντικά σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Το πρώτο πράγμα που θα παρατηρήσει ένας fan της σειράς είναι πως ο χαρακτήρας μας μπορεί να στοχεύει και να κινείται ταυτόχρονα – ένα τεράστιο βήμα για τη σειρά, κάτι που θεωρείται όμως αυτονόητο για τους σύγχρονους τίτλους. Ευτυχώς όμως οι αλλαγές δε περιορίζονται εδώ.
Η οπτική γωνία της κάμερας παραμένει “over-the-shoulder”, ωστόσο ενδέχεται να προβληματίσει αρκετούς παίκτες, ενώ μας δίνεται και η ευκαιρία να αλλάξουμε τη γωνία στα αριστερά ή τα δεξιά του χαρακτήρα. Η κίνηση των χαρακτήρων είναι πιο φυσική και η εναλλαγή ανάμεσα σε οπλισμό και εξοπλισμό είναι γρήγορη και άμεση. Οι κινήσεις αποφυγής είναι άμεσες και μπορούν να γίνουν κατά βούληση, ενώ με σχετική ευκολία οι παίκτες μπορούν να πέσουν στο έδαφος και να πυροβολήσουν ή να αποφύγουν τις επιθέσεις των εχθρών. Τέλος, ο τίτλος έχει υιοθετήσει ένα σύστημα cover – μια ευχάριστη προσθήκη, αν και όχι τόσο εύχρηστη.
Ένα μεγάλο κεφάλαιο της δράσης δεν είναι άλλο από τις melee επιθέσεις, με τον κάθε χαρακτήρα να διαθέτει το δικό του ρεπερτόριο κινήσεων. Στο σύνολό τους η αίσθηση που αφήνουν είναι αρκετά ικανοποιητική, αν και μεγαλύτερη ποικιλία θα ήταν σίγουρα ευπρόσδεκτη. Αυτό που θα ξαφνιάσει αρκετούς (και σίγουρα τους παλιότερους fans) είναι το σύστημα health και stamina. Πιο συγκεκριμένα, η health bar χωρίζεται σε τμήματα, με το κάθε τμήμα να αναπληρώνεται με τη πάροδο του χρόνου από τη στιγμή που δεν έχει εξαντληθεί. Το stamina, όπως είναι προφανές, αφορά την αντοχή του χαρακτήρα μας, η οποία και εξαντλείται από τις επιθέσεις και τις κινήσεις αποφυγής – ίσως πολύ πιο γρήγορα απ’όσο θα έπρεπε.
Η πρόσβαση στο inventory, όπως και στους προηγούμενους τίτλους, γίνεται σε πραγματικό χρόνο χωρίς να σταματάει η δράση. Ναι μεν τα αντικείμενα είναι πλέον πιο εύκολα προσβάσιμα, ωστόσο είναι αδύνατον να χρησιμοποιηθεί κάποιο αντικείμενο που βρίσκεται στο χώρο αν τα slots είναι γεμάτα – και ο μόνος τρόπος είναι να γίνει discard κάποιο από τα ήδη υπάρχοντα αντικείμενα και να χαθεί για πάντα. Δυστυχώς, δεν υπάρχει τρόπος ανταλλαγής αντικειμένων με τον teammate, ούτε upgrading των όπλων. Σε αυτό το σημείο όμως έρχεται μια νέα προσθήκη για να εξισορροπήσει την κατάσταση, το skill system. Με την εξόντωση των εχθρών και το πέρας των αποστολών, οι παίκτες ανταμείβονται με skill points, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αγορά… skills. Αυτά ποικίλλουν, από αυξημένη ισχύ των όπλων μέχρι πιο εύκολα QTEs, κάποια από αυτά αναβαθμίσιμα, ενώ οι παίκτες μπορούν να εξοπλιστούν μέχρι και τρία ταυτόχρονα.
Τα QTEs είναι περισσότερο από πολλά, κάνοντας πολύ συχνά την εμφάνισή τους. Επιπρόσθετα, η δυσκολία τους (όσο περίεργο κι αν ακούγεται αυτό) ενδέχεται να προβληματίσει αρκετούς, με τον γράφοντα να έχει ανησυχήσει σε πολλές περιπτώσεις για την… ακεραιότητα του gamepad. Από πλευράς ΑΙ, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα, με «εγκεφαλικά νεκρούς» -στη κυριολεξία- αντιπάλους, και teammates οι οποίοι δε κάνουν και πολλά για να βοηθήσουν το έργο μας. Τα επίπεδα είναι αρκετά καλοσχεδιασμένα, με ελάχιστο ως καθόλου backtracking, ενώ η πρόοδός μας είναι απόλυτα γραμμική, χωρίς να υπάρχει χώρος για εναλλακτικές μεθόδους προσέγγισης.
Από τεχνικής άποψης, το Resident Evil 6 συνεχίζει τη παράδοση της σειράς – αν και αδυνατεί να αφήσει την ίδια εντύπωση με τον προκάτοχό του, κυρίως γιατί μοιράζεται την ίδια μηχανή γραφικών, η οποία πλέον μετράει αρκετά χρόνια. Ο φωτισμός και το animation των χαρακτήρων είναι από τα καλύτερα που έχουμε δει στο είδος, σε πολλές περιπτώσεις όμως μια προσεκτική ματιά αποκαλύπτει «θολά», χαμηλής ανάλυσης textures. Στον ηχητικό τομέα ο τίτλος διαπρέπει, με εκπληκτικά εφέ και μουσικές που θέτουν τον κατάλληλο τόνο σε κάθε περίπτωση. Το voice acting είναι πολύ καλό από πλευράς ερμηνείας, χωρίς ωστόσο να λείπουν τα σημεία –σήμα κατατεθέν στη σειρά- όπου τα όρια ανάμεσα στη φάρσα και το δράμα είναι δυσδιάκριτα, κυρίως λόγω της κακής γραφής και των –υπερβολικών- κλισέ που τόσο πολύ αγαπάνε οι δημιουργοί.
Η αλήθεια είναι πως το Resident Evil 6 είναι ένας από αυτούς του τίτλους που δεν αφήνουν μια ξεκάθαρη εντύπωση στον παίκτη μετά το πέρας της ενασχόλησης μαζί του. Πολύ γρήγορα κάποιος καταλαβαίνει πως η Capcom ήθελε να ευχαριστήσει όλους τους fans της σειράς, παλιούς και καινούριους, προσφέροντας μια εμπειρία που θα καλύψει τους πάντες. Το πρόβλημα όμως με τέτοιες προσπάθειες είναι πως πολύ σπάνια –αν όχι ποτέ- καταφέρνουν να πετύχουν τον στόχο τους.
Το αποτέλεσμα είναι σίγουρα ένα πλήρες πακέτο, ίσως το πληρέστερο Resident Evil που έχει κυκλοφορήσει ποτέ από άποψης περιεχομένου. Τέσσερα campaigns τα οποία με ευκολία ξεπερνάνε σε διάρκεια -το καθένα από μόνο του- οποιονδήποτε τίτλο της σειράς, με εντυπωσιακή και «χορταστική» δράση, αρκετή για να κρατήσει τους παίκτες απασχολημένους για πολύ καιρό, ενώ τα επιπλέον modes εγγυώνται την επιστροφή μας στη μάχη με τα B.O.W.s. Το θέμα όμως είναι ότι παρά την προσπάθειά της, η Capcom δεν μπορεί τελικά να ικανοποιήσει τους πάντες – και αυτό γιατί ο action χαρακτήρας που έχει πάρει η σειρά είναι υπερβολικά δύσκολος να μεταμφιεστεί και να καλυφθεί κάτω από μερικές στιγμές χαμηλού φωτισμού και περιστασιακών τρομαγμάτων.
Τα standards της παραγωγής είναι αδιαμφισβήτητα υψηλά, ωστόσο η Capcom θα πρέπει σε κάποια φάση να αποφασίσει και να ακολουθήσει έναν ξεκάθαρο δρόμο για το επιτυχημένο της franchise. Η προσπάθεια της ομάδας ανάπτυξης να δώσει έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα θα λειτουργούσε πολύ καλά σε έναν οποιονδήποτε τίτλο – και ίσως να είχε μια διαφορετική αντιμετώπιση. Όταν όμως κάτι φέρει το όνομα “Resident Evil”, τότε δεν ισχύουν τα ίδια κριτήρια.
Βαθμολογία: 7/10
Εταιρεία ανάπτυξης: Capcom
Εταιρεία έκδοσης: Capcom
Αριθμός παιχτών: 1-4
Ηλικίες: PEGI 18
Επίσημη ιστοσελίδα: www.residentevil.com
[slickr-flickr search=”sets” items=”12″ set=”72157630474856548″]