Quantum Break

Xbox One Review

Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα από τα first party studios της Microsoft, λόγω της πίστης και της αποκλειστικότητας που έχει δείξει στην κονσόλα μας, όμως δεν είναι. Θα μπορούσε να είναι μια development team η οποία κάθε χρόνο “φτύνει” ΑΑΑ τίτλους από τα σπλάχνα της, όμως δεν το κάνει. Θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το όνομα της, αφήνοντας πράγματα μισοτελειωμένα, στην μέση, χωρίς δομή με την λογική “έλα μωρέ θα ο κόσμος θα το αγοράσει ότι και να κάνουμε” άλλα όχι, παίρνει τον χρόνο της, μέχρι το τελικό αποτέλεσμα να είναι αυτό που την ικανοποιεί. Ο λόγος για την Remedy Enternainment, τη Φιλανδική εταιρία δημιουργό αγαπημένων τίτλων όλων όσων ασχολούνται με βιντεοπαιχνίδια, όπως τα πρώτα δύο Max Payne το Alan Wake και του τελευταίου πονήματος της, το Quantum Break. Γνωστή για τα τολμηρά της βήματα στον χώρο των βιντεοπαιχνιδιών και ακόμη πιο γνωστή για τους μεγάλους χρόνους ανάμεσα στις κυκλοφορίες των παιχνιδιών της – σε σημείο να συναγωνίζονται την Bethesda – η Remedy προσπαθεί με τον πρώτο και πολυαναμενόμενο τίτλο της για το Xbox One να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Να προσφέρει δηλαδή κάτι καινούριο, φρέσκο και έστω και λίγο πρωτοποριακό στους gamers, που σε αυτή την γενιά κονσολών διψάνε να πιάσουν στα χέρια τους έναν τίτλο που να τους προσφέρει κάτι το νέο και διαφορετικό. Χωρίς να έχει υποσχεθεί πολλά, και με τους φαν να περιμένουν τα πάντα, οι προσδοκίες και οι απαιτήσεις από την Remedy είναι το λιγότερο πολύ υψηλές.

Το Quantum Break αποτελεί κατά κύριο λόγο ένα shooter τρίτου προσώπου, που περιλαμβάνει και μια τηλεοπτική σειρά αγκαζέ και στο οποίο θα μπούμε στα παπούτσια του πρωταγωνιστή Jack Joyce, ενός… τυπά θα τον χαρακτήριζα, μιας και δεν μας δίνεται και πολύ από το παρελθόν του χαρακτήρα μας κατά την διάρκεια του τίτλου. Ο Jack λοιπόν θα αποφασίσει να βοηθήσει το κολλητάρι του, τον Paul Serene ο οποίος εκτελεί πειράματα που αποσκοπούν στον χειρισμό του χρόνου, βασισμένος πάνω στις σημειώσεις του αδερφού του Jack, William, ο οποίος και δεν τα πολυπάει καλά μαζί τους για αυτό και έχει ξεκόψει επαφές. Για να μην μακρηγορώ αλλά και να μην κάνω spoiler σε όποιον δεν έχει παίξει ακόμη το παιχνίδι, κάτι πάει στραβά με το πείραμα, ο Jack αποκτά υπερδυνάμεις, ο Paul γίνεται ο villain της ιστορίας – ω τι πρωτότυπο – και ο χρόνος όπως τον γνωρίζουμε οδηγείται σε ένα τέρμα, ή για την ακρίβεια σε ένα “πάγωμα” ολικής. Απώτερος σκοπός μας λοιπόν, μέσα από ταξίδια στον χρόνο και άλλες διαστημικές αλχημείες να διορθώσουμε ότι συνέβη, να αποτρέψουμε το πάγωμα του χρόνου, να σταματήσουμε τον διαβολικό πλέον Paul και γενικά να βάλουμε τον κόσμο σε τάξη.

Εδώ βρίσκεται λοιπόν και το πρώτο πρόβλημα που βρίσκω στον τίτλο, το οποίο δεν είναι άλλο από το πόσο ρηχοί και κλισέ μου φαίνονται οι χαρακτήρες και το σενάριο του παιχνιδιού. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ένα studio, το οποίο έχει καταφέρει να μας δώσει πρωταγωνιστές με βάθος και ψυχή, ξαφνικά μας προτείνει έναν Jack Doe, ο οποίος εμφανίζεται από την άλλη άκρη της γης, για να βοηθήσει έναν φίλο του επειδή του το ζήτησε μέσω mail σε ένα πείραμα που στην κυριολεξία αλλάζει την ροή του χρόνου. Ειδικά από την στιγμή που η Remedy έχει δώσει τόσο έμφαση στο σενάριο και στην ιστορία του Quantum Break, προσωπικά δεν πείθομαι ούτε από τα κίνητρα ούτε από το πως οι χαρακτήρες αυτοί έρχονται μαζί και συναναστρέφονται. Και ακόμη και αν οι σεναριογράφοι έχουν χειριστεί πολύ καλά το ζήτημα του ταξιδιού στο χρόνο, βάζοντας σωστούς κανόνες και όρια στις δυνατότητες του η όλη πλοκή του παιχνιδιού μοιάζει εντελώς τυχαία με τους ήρωες των οποίων το παρελθόν και οι συγκυρίες που τους έτυχαν να μην εξερευνούνται ποτέ, παρά μέσα από διάφορα collectibles του παιχνιδιού, κάτι σαν patch notes για το επόμενο update δηλαδή.

Μετά το τέλος κάθε act – ο τίτλος συνολικά χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια – ο παίκτης καλείται να παίξει κάποια μικρά κομμάτια του παιχνιδιού τα λεγόμενα junction points, παίρνοντας τον έλεγχο του Paul Serene. Αυτά δεν διαρκούν παραπάνω από λίγα λεπτά και τελειώνουν πάντα με μια επιλογή που καλούμαστε να πάρουμε, η οποία επηρεάζει την ροή και την εξέλιξη του παιχνιδιού, ως ένα βαθμό βέβαια.

Στην συνέχεια ακολουθεί ένα διάλειμμα περίπου είκοσι λεπτών στο οποίο παρακολουθούμε την τηλεοπτική σειρά που συνοδεύει το παιχνίδι η οποία και μας προσφέρει μια εσωτερική ματιά στην Monarch, την εταιρία του Paul Serene και το πως βιώνουν κάποιοι από τους αντίστοιχους χαρακτήρες τα γεγονότα της ιστορίας. Από άποψη storytelling, η συγκεκριμένη τακτική δουλεύει πολύ καλά, καθώς η σειρά μας δείχνει στιγμές που εξελίσσουν την πλοκή της ιστορίας και χωρίς αυτές δεν θα πιάναμε ούτε τα μισά. Από την άλλη αρκετοί είναι αυτοί που θα βρουν την μετάβαση από το παιχνίδι στην σειρά λίγο βεβιασμένη, καθώς το να διακόπτεις τον gaming χρόνο σου για να δεις ένα εικοσάλεπτο cinematic δεν ταιριάζει στα γούστα όλων, πράγμα απολύτως κατανοητό.

Έχοντας όμως αραδιάσει τόσες γραμμές κειμένου, έχω περιγράψει πρακτικά μόνο την ιστορία του και αυτό αποτελεί κρίμα για το gameplay του τίτλου, που τουλάχιστον για εμένα είναι το δυνατό του σημείο. Ουσιαστικά το παιχνίδι αποτελεί όπως προανέφερα ένα third person shooter το οποίο όμως μας δίνει αρκετές – έξι για την ακρίβεια – abilities οι οποίες και του προσφέρουν έναν ποιο action χαρακτήρα. Δυνατότητες όπως το time stop, το time dodge και το time rush, οι οποίες ελέγχουν τον χρόνο και μας δίνουν το πάνω χέρι σε σχέση με τους αντιπάλους μας. Για παράδειγμα χρησιμοποιώντας το time rush ή την αναβαθμισμένη του το time dogde μπορούμε να παγώσουμε τον χρόνο και να αλλάξουμε θέση πιο γρήγορα από ότι μπορούν να μας αντιληφθούν οι αντίπαλοι μας, ενώ με το time stop μπορούμε να παγώσουμε τους εχθρούς μας μέσα σε μια φούσκα στον χρόνο, την οποία και μπορούμε να φορτώσουμε με σφαίρες που τους σκοτώνουν μόλις αυτή σπάσει. Όσο προχωράμε περισσότερο μέσα στο παιχνίδι θα συναντήσουμε όλο και πιο δύσκολους εχθρούς οι οποίοι δεν επηρεάζονται πάντα και από όλες μας τις δυνάμεις προσθέτοντας μια παραπάνω δυσκολία, η οποία όμως προσωπικά πιστεύω δεν είναι αρκετή ακόμα και στο hard επίπεδο δυσκολίας. Θέλει όμως τουλάχιστον να χρησιμοποιήσουμε το μυαλό μας, πράγμα που τα περισσότερα shooters σήμερα δεν το απαιτούν.

Τις στιγμές που δεν αραδιάζουμε σφαίρες στους σεκιουριτάδες της Monarch, τις περνάμε εξερευνώντας τον χώρο μέσα από διάφορα παζλ και μαζεύοντας collectibles. Τα πρώτα, τα βρήκα πολύ ενδιαφέροντα, καθώς καλούμαστε να χρησιμοποιήσουμε τις δυνάμεις μας για να λύσουμε ορισμένους γρίφους οι οποίοι και θα μας δώσουν την δυνατότητα να προχωρήσουμε μέσα στο επίπεδο. Για παράδειγμα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το Time Stop για να παγώσουμε έναν ανελκυστήρα πριν κατέβει ή ένα time rewind – περίπου σαν το Life is Strange – για να επιστρέψουμε στην θέση του ένα κιβώτιο το οποίο και μπορούμε μετά να σκαρφαλώσουμε κτλ. Τα δεύτερα, τα collectibles δηλαδή προσωπικά μου φάνηκαν αρκετά βεβιασμένα, ειδικά από την στιγμή που μερικά από αυτά πρέπει οπωσδήποτε να τα μαζέψουμε για να κάνουμε level up τις δυνάμεις του Jack. Και προσωπικά το βρήκα αρκετά κουραστικό να πρέπει να πατάω συνέχεια το Υ για να μπορώ να δω που βρίσκονται μέσα στον χώρο, ένα στοιχείο που σε βγάζει από το mood του παιχνιδιού.

Σε ότι αφορά τον τεχνικό τομέα, το παιχνίδι στην κυριολεξία φυσάει και ας τρέχει σε 720p καθώς η Remedy έχει δώσει πάρα πολύ έμφαση στον τόνο και την αίσθηση του παιχνιδιού. Με την σωστή χρήση φίλτρων τύπου film grain, και motion blur έχουν κατορθώσει να αποδώσουν την cinematic αισθητική που χαρακτηρίζει τον τίτλο, ενώ οι rendering τεχνικές που χρησιμοποιούν – δεν ξέρω τι μαύρες μαγείες έχουν κάνει – δεν ρίχνουν ποτέ τα frames ακόμα και αν η οθόνη βομβαρδίζεται από εκατοντάδες εφέ. Βασικά αξίζει πραγματικά έπαινος στην Remedy, καθώς όπως και στην προηγούμενη γενιά με το Alan Wake, έτσι και τώρα μέσω έξυπνων τεχνικών βρίσκει τρόπους να κάνει ένα παιχνίδι να φαίνεται πανέμορφο, ακόμα και αν τα συστατικά που το αποτελούν δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Το motion capture και τα μοντέλα των χαρακτήρων τους είναι επίσης κορυφαίας ποιότητας με τα meshes των χαρακτήρων να είναι ολόιδια με αυτά των αντίστοιχων ηθοποιών.

Εν τέλει το Quantum Break είναι ένας από εκείνους τους τίτλους που διχάζουν, αλλά το κάνει ακριβώς επειδή προσπαθεί να καταφέρει νέα πράγματα ακόμα και αν δεν το πετυχαίνει πάντα. Σίγουρα υπάρχουν πράγματα τα οποία θα άλλαζα στον τίτλο όπως για παράδειγμα το καταραμένο το replayability – που δεν έχει – αλλά από την άλλη οφείλω να το κρίνω για αυτό που είναι και επίσης δεν γνωρίζω και μάλλον δεν θα μάθω ποτέ, τι συνέβη κατά την διαδικασία παραγωγής του παιχνιδιού έτσι ώστε να διαμορφωθεί το τελικό αποτέλεσμα. Δεν μπορώ λοιπόν παρά να αναγνωρίσω αυτά που η Remedy ήθελε να κάνει ακόμα και αν προσωπικά δεν είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι αυτός ήταν ο στόχος στον οποίο ήθελε να φτάσει το παιχνίδι. Είναι σίγουρα πάντως μια single player εμπειρία την οποία όλοι κάποια στιγμή πρέπει να βιώσουν ώστε να κατανοήσουν την ιδιαιτερότητα του παιχνιδιού.

Άρης

Black Dog GR

%

Βαθμολογία