Ένα από τα πλέον συζητημένα και πολυαναμενόμενα παιχνίδια της φετινής E3 αλλά και gamescom είναι το Titanfall, των Respawn Entertainment / Electronic Arts. Ήδη έχοντας σαρώσει τα βραβεία στην E3 και τη gamescom, το παιχνίδι είναι αποκλειστικότητα των Xbox 360 και Xbox One (πέρα από το PC) και υπόσχεται ισοπεδωτική δράση που θα εκτείνεται και πέρα από τη μάχη ενός κλασσικού FPS ή ενός τίτλου mech, συνδυάζοντας τα δύο αυτά, όπως ποτέ πριν. Το hands-on μου από το παιχνίδι στη φετινή gamescom μου άφησε καλύτερες εντυπώσεις από τις προσδοκίες που είχα. Η υλοποίηση των mech, παρά το ότι αρχικά με ξένισε και θεώρησα ότι θα είναι απλά ένα τέχνασμα για να μην είναι το παιχνίδι ένα-ακόμα-FPS, φαίνεται να έχει γίνει με πολύ καλό και ισορροπημένο τρόπο που όχι μόνο δεν περιορίζει τη δυναμική του παιχνιδιού, αλλά αντίθετα φαίνεται να δημιουργεί ένα δεύτερο επίπεδο στο οποίο μπορεί να κλιμακωθεί η ένταση της μάχης.

Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Στα πλαίσια της επίσκεψής μου στη φετινή gamescom είχα την ευκαιρία να παίξω τέσσερα multiplayer matches στο Titanfall. Αν και το hands-on έγινε στα πλαίσια παρουσίασης και σε μια και μόνο πίστα, οι εντυπώσεις μου θα έλεγα ότι είναι ιδιαίτερα θετικές, παρά το ότι οι προσδοκίες μου δεν ήταν και τόσο ψηλά, κυρίως λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης που έχω για τα mech και το πώς μπορούν να «κολλήσουν» στο gameplay ενός μη-mech τίτλου, χωρίς να τον “χαλάσουν”. Το επίπεδο που έπαιξα ονομάζεται Angel City και το mode που παίξαμε ήταν τύπου Team Death Match (“Attrition”), με τη δυνατότητα να επιλέξουμε ανάμεσα σε 3 διαφορετικές classes για τους χαρακτήρες μας και 3 διαφορετικούς τύπους mech. Στο πρώτο παιχνίδι επέλεξα τυχαία έναν στρατιώτη τύπου assault και ένα όσο-πιο-μεγάλο-και-πιθανότατα-επιθετικό mech μπόρεσα να επιλέξω, τον High Explosive Titan. Το σκεπτικό του παιχνιδιού είναι ότι ξεκινάς ως στρατιώτης, με τα βασικά όπλα και φυσικά κάποιας μορφής anti-Titan οπλισμό, και μόνο μετά από κάποιο διάστημα έχεις την ευκαιρία να «καλέσεις» τον Titan σου (ή αν χάσεις να κάνεις απευθείας respawn με αυτόν). Οι άλλες δύο διαθέσιμες classes για το στρατιώτη μου ήταν τύπου tactical καθώς και ένας “close and dirty” μαχητής με ειδίκευση στο να «κατεβάζει» Titans, τον οποίο οφείλω να παραδεχθώ ότι μάλλον δεν χειρίστηκα όσο προσεκτικά θα έπρεπε μέσα στο πεδίο της μάχης με αποτέλεσμα να είναι και αυτός που χάρηκα λιγότερο (και με τον οποίο έχασα περισσότερο).

Ως στρατιώτης δεν περιορίζεσαι στα κλασσικά των FPS – να τρέχεις κλασσικά αριστερά-δεξιά και να πυροβολείς. Ο στρατιώτης σου έχει jet pack που μπορεί να του επιτρέπει να «πετάξει» μόνο για λίγο (περισσότερο σαν διπλό άλμα μακράς διαρκείας), το οποίο, όμως, σε συνδυασμό με την δυνατότητα να κινείται ιδιαίτερα γρήγορα και να περπατάει σε τοίχους όταν τρέχει, καθιστά ουσιαστικά ολόκληρο τον χάρτη ένα πεδίο μάχης που εκτείνεται τόσο οριζόντια όσο και κάθετα. Περνώντας από στέγη σε στέγη και χρησιμοποιώντας το διπλό άλμα για να αποφύγω ή να φτάσω πιο γρήγορα στους αντιπάλους, μπορώ να πω ότι αν και είναι ένα από τα πολύ γρήγορα FPS που έχω παίξει, δεν χάνει την ομαλότητα στη ροή του gameplay. Πολύ γρήγορα πέρασα από το στάδιο «τί κάνει, ποιό κουμπί», στο να τρέχω, να περνάω επάνω από αντίπαλα Titans, ακόμα και να «κατεβάσω» μερικά από αυτά με το ειδικό όπλο / ρουκετοβόλο, πριν καν αυτά προλάβουν να επικεντρωθούν στον (γρήγορο) χαρακτήρα που είχα στα χέρια μου. Και σε ένα πεδίο μάχης που έχει τόσο στρατιώτες όσο και Titans, το να επικεντρωθείς σε ένα μέλος της αντίπαλης ομάδας, ειδικά αν αυτή παίζει έστω και λίγο συντονισμένα, είναι ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Με δεδομένο ότι το gametype που παίζαμε ήταν τύπου Team Deathmatch και ο χάρτης αρκετά μικρός και εύκολος, πολύ γρήγορα έπαιζα ένα πολύ καλοστημένο, εθιστικό πιθανότατα FPS.

Και εδώ έρχονται τα Titans. Η στιγμή που σου επιτρέπει το παιχνίδι να κάνεις αίτημα για τον Titan σου είναι απλά κορύφωση στην κορύφωση. Ο Τιτάνας πέφτει από τον ουρανό (κυριολεκτικά) και με το που ανεβαίνεις επάνω του το παιχνίδι αλλάζει επίπεδο – πλέον οι σφαίρες δεν είναι πρόβλημα, ενώ με τα πυραυλικά συστήματά του ακόμα και μεγάλες ομάδες αντιπάλων (κυριολεκτικά) εξαφανίζονται για πλάκα. Ακόμα και το εφέ με το οποίο «ενεργοποιείται» η οθόνη του Τιτάνα είναι ιδιαίτερο και μια «χαζή» ίσως λεπτομέρεια που δίνει όμως ακόμα πιο έντονη υφή στο χειρισμό του. Δεν είσαι ατρόμητος ούτε ο μόνος παίκτης με Titan στην πίστα, αλλά είσαι σίγουρα ένας μεγάλος, ογκώδης και ιδιαίτερα δυνατός στόχος για τους αντιπάλους που δεν έχουν ακόμα πάρει τους Titans τους. Φυσικά, ένα τόσο γρήγορο παιχνίδι θα υστερούσε αν ο Τιτάνας ήταν αργός και «βαρύς» – αντίθετα έχουμε να κάνουμε με overpowered μηχανήματα έτοιμα να κινηθούνε αρκετά γρήγορα και να κυνηγήσουν αν χρειαστεί τον αντίπαλο μέσα στην πίστα. Πολύ γρήγορα από εκρηκτικού τύπου Call of Duty μάχη, το παιχνίδι εξελίσσεται σε εξαιρετική mech-based μάχη που δε θυμάμαι να έχω δει να γίνεται σωστά σε κάποιο τίτλο τα τελευταία χρόνια.

Αυτή ακριβώς η λεπτή ισορροπία και ο τρόπος που αναθέτει το παιχνίδι, σταδιακά και καθώς εξελίσσεται το multiplayer, σε κάθε παίκτη τον Τιτάνα του, είναι, θεωρώ, και το καλύτερό του στοιχείο. Εκεί που η μάχη κορυφώνεται, χωρίς mech, οι ισορροπίες αλλάζουν και, πέρα από αυτό που περιμένεις να δεις, καλείσαι να τα βάλεις και με ισοπεδωτικά ρομπότ. Ο συνδυασμός του γρήγορου gameplay και της εξαιρετικής ροής που έχει η όλη μετάβαση άνθρωπος-Titan-και-πίσω, οι μάχες στο έδαφος και στον αέρα και το εύρος του οπλισμού από τα assault μέχρι τα heavy weapons, όλα δένουν και δημιουργούν ίσως μια από τις πιο γρήγορες, διασκεδαστικές multiplayer εμπειρίες της φετινής gamescom. Και μόνο η ιδέα ότι είναι επιλογή μου αν θα καλέσω τον Τιτάνα μου ή αν θα επιλέξω να ελίσσομαι ανάμεσα στα στενά δρομάκια, να πετάω από στέγη σε στέγη και να κάνω κλεφτοπόλεμο στους αντιπάλους (ανθρώπους και Τιτάνες) είναι αρκετή για να με ενθουσιάσει. «Ντυμένη» από την ομάδα που αποτέλεσε μέρος του δυναμικού που έχτισε το Call of Duty σε αυτό που είναι σήμερα, νομίζω μπορώ να πω ότι είναι ένας από τους τίτλους για τους οποίους θα είναι περήφανοι, καθώς είναι άνετα ένα επόμενο βήμα στην κατηγορία – και αν όλα πάνε καλά και έχει αυτή την αίσθηση και ροή και όταν το πάρουμε στα χέρια μας (σε Xbox 360 ή Xbox One) θα είναι ένας τίτλος που θα μας κρατήσει για αρκετό διάστημα, ειδικά αν ψάχνουμε κάτι παραπάνω από τα FPS που έτσι και αλλιώς παίζαμε μέχρι τώρα.

Κερασάκι στην τούρτα το «τελείωμα» του multiplayer, το οποίο δεν είναι «Έχασες», «Κέρδισες», Play Again αλλά αντίθετα η ανακοίνωση του αποτελέσματος αποτελεί την αρχή ενός mini game στο οποίο η ομάδα που έχασε προσπαθεί να ξεφύγει, φτάνοντας με ασφάλεια σε ένα ελικόπτερο που βρίσκεται σε κάποιο σημείο της πίστας έτοιμο να τους μεταφέρει με ασφάλεια μακριά από το πεδίο της μάχης, ενώ η ομάδα που κέρδισε προσπαθεί να την αποτρέψει. Αν μέχρι τώρα η στιγμή που τελείωνε το παιχνίδι ήταν μια βαθιά ανάσα (ανακούφισης ή όχι), τώρα είναι απλά μια βαθιά ανάσα πριν αρχίσει μιας μορφής κλέφτες και αστυνόμοι gameplay που πραγματικά θα ανεβάσει τον σφυγμό κάθε παίκτη.

Κλείνοντας το Preview – Τι περιμένω από το παιχνίδι:

Περιμένω ένα συναρπαστικό multiplayer που θα με κρατήσει για πολλές πολλές ώρες, μετά από ένα μεγάλο διάστημα που ο χρόνος που αφιερώνω σε multiplayer έχει μειωθεί δραματικά, και το οποίο δεν περιμένω να είναι τίποτα λιγότερο από γρήγορο και διασκεδαστικό, ακόμα και όταν θα έχω το χρόνο να παίξω μόνο ένα match (και ένα δεύτερο ίσως). Σε επίπεδο ιστορίας / single player δεν περιμένω κάτι συναρπαστικό, αλλά ελπίζω σε μια ενδιαφέρουσα ιστορία που θα με κρατήσει λίγο ακόμα, ίσως παρέα με κάποιο φίλο σε ένα από αυτά τα co-op ξενύχτια που τόσο έχω επιθυμήσει.