Ori and the Blind Forest

Xbox One Review

Όταν ένα παιχνίδι μπορεί να κάνει ένα μουλάρι 23 χρονών να βουρκώσει μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά, κάτι κάνει σωστά. Δεν ξέρω αν φταίει το soft spot που έχω για οτιδήποτε μοιάζει με ζωάκι, πάντως είναι αξιοσημείωτο πως, χωρίς ούτε καν να γνωρίζω τα ονόματα των πρωταγωνιστών και των χαρακτήρων, χωρίς ούτε καν να έχω επενδύσει χρόνο σε αυτούς για να τους μάθω, χωρίς καν να ξέρω ότι υπήρχαν πριν να πατήσω Start Game, έμεινα να κοιτάω αποσβολωμένος την οθόνη με μάτια γουρλωμένα. Το Ori and the Blind Forest, το πόνημα της Moon Studios για το Xbox One σου δίνει μια γερή σφαλιάρα στη μούρη και σε αναγκάζει να το προσέξεις από την αρχή. Και τα καταφέρνει περίφημα.

Μιλώντας κανείς για αυτό το παιχνίδι, θα μπορούσε να κάνει λόγο για τέχνη, θα μπορούσε να μιλήσει για την ποίηση που το διέπει σε υπερβολικό βαθμό εκμηδενίζοντας κάθε άλλο του στοιχείο, θα μπορούσε να πει για τον αλληγορικό του τόνο από πλευράς ιστορίας. Βασικά ναι, αυτό ακριβώς θα κάνω. Το παιχνίδι λοιπόν, διηγείται κατά πρώτον την ιστορία ενός δάσους το οποίο έχει χάσει το φως του και σιγά σιγά χάνει και κάθε ίχνος ζωής από μέσα του και κατά δεύτερον, την ιστορία ενός πνεύματος, του Ori, πρωταγωνιστή του τίτλου. Το συμπαθές αυτό πλασματάκι, καθοδηγούμενο από αρχέγονες βαρύτατες φωνές οι οποίες μιλούν σε διαλέκτους ξεχασμένες, αλλά και από τον Sein, μια μπάλα φωτός – η πεμπτουσία ή τουλάχιστον ότι έχει απομείνει από το blind forest – θα έρθει αντιμέτωπο με την Kura, μια σκοτεινή κουκουβάγια η οποία θέλει να δει το δάσος να καταστρέφεται ολοκληρωτικά. Χωρίς να θέλω να καταντήσουμε μάθημα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πιστεύω ότι έχουμε να κάνουμε με μια καλογραμμένη ιστορία, η οποία αν και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παιδική ή ακόμα και κοινότοπη από κάποιους, εντούτοις  κατορθώνει να συμβαδίσει με το γενικότερο αίσθημα και τον τόνο του παιχνιδιού, προσφέροντας ταυτόγχρονα αρκετές αξιομνημόνευτες  στιγμές.

Από πλευράς genre, το Ori and the Blind Forest ανήκει στην κατηγορία των “Metroidvania” τίτλων, οι οποίοι έχουν γνωρίσει μεγάλη άνθιση τα τελευταία χρόνια. Πρακτικά αυτό σημαίνει ένας 2D κόσμος, με τον ήρωα μας να ταξιδεύει – ή για την ακρίβεια να κάνει side scrolling – μέσα σε αυτόν. Στην συγκεκριμένη περίπτωση βέβαια, η κίνηση μέσα στον χώρο έχει πρωτεύουσα σημασία, ενώ το σύστημα μάχης και η αναβάθμιση του χαρακτήρα, περνούν πλέον σε δεύτερο πλάνο. Όχι πως αυτά δεν υπάρχουν, το αντίθετο, απλώς είναι ξεκάθαρο από το μέγεθος αλλά και την κατασκευή του χάρτη πως η ομάδα ανάπτυξης έχει δώσει απόλυτη έμφαση στην εξερεύνηση.

Ακόμα όμως και τα abilities που θα ξεκλειδώσουμε, όσο προχωρούμε όλο και περισσότερο στο παιχνίδι, υποδεικνύουν την παραπάνω, ξεκάθαρη διάθεση. Διπλά και τριπλά άλματα, κολλήματα και σκαρφαλώματα σε τοίχους, εκτοξεύσεις στον αέρα, όλα προσδίδουν μια αίσθηση ρευστότητας και αέναης κίνησης στον τίτλο. Αρχικά πολλά από τα μέρη που θα συναντήσουμε δεν θα μας είναι προσβάσιμα, όμως με την πάροδο του χρόνου θα ανακαλύπτουμε όλο και περισσότερα σημεία. Ο κόσμος του Ori μπορεί να ερμηνευτεί ως μια σειρά, ή καλύτερα ένας λαβύρινθος, από διαδρόμους, μυστικά περάσματα, κρυφές πόρτες και αντικείμενα για να βρούμε και να μαζέψουμε. Κάθε σημείο του χάρτη έχει εξεταστεί πλήρως από την ομάδα ανάπτυξης, προσφέροντας κάθε φορά στον παίκτη και από μια διαφορετική πρόκληση.

Αρκετές θα είναι βέβαια οι φορές που αυτή η πρόκληση του παιχνιδιού θα ανέβει κατακόρυφα σε δυσκολία, κυρίως λόγω του συστήματος των save του παιχνιδιού. Πρακτικά μέσα στον χάρτη δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα μόνιμα σημεία στα οποία μπορούμε να κάνουμε save, ενώ autosaves και checkpoints απλά δεν υφίστανται. Στην περίπτωση που θέλουμε από μόνοι μας να σώσουμε την πρόοδο μας σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, αυτό θα πρέπει να το κάνουμε χρησιμοποιώντας ένα κομμάτι ενέργειας από μια μπάρα το οποίο ειδάλλως θα μπορούσαμε να είχαμε χρησιμοποιήσει για να κάνουμε κάποια ειδική επίθεση. Σε αρκετά σημεία, ειδικά στην αρχή του παιχνιδιού, είτε δεν θα έχουμε αρκετή ενέργεια για να κάνουμε save είτε πολύ απλά θα το ξεχάσουμε, με αποτέλεσμα να μας δημιουργηθεί ένας μικρός πονοκέφαλος. Σε συνδυασμό μάλιστα με λίγα χαρακτηριστικά σημεία του παιχνιδιού στα οποία θα πρέπει να βρούμε την έξοδο μέσα από τμήματα του χάρτη τα οποία καταρρέουν γύρω μας – και τα οποία δεν έχουν checkpoint προφανώς – η δυσκολία του παιχνιδιού μπορεί να ανέβει κατακόρυφα από το πουθενά.

Ίσως το παραπάνω να είναι και το μόνο μελανό σημείο σε όλο το παιχνίδι, μιας και αυτές οι εξάρσεις στην δυσκολία είναι αρκετές για να σου αποσπάσουν την προσοχή από τον κατά τ’άλλα πανέμορφο κόσμο του Ori and the Blind Forest. Θεωρώ πως οποιοσδήποτε θα παραδεχθεί την ομορφιά του τίτλου. Το art style παραπέμπει σε έναν ζωντανό πίνακα ζωγραφικής, στον οποίο layers επάνω σε layers συνθέτουν την εικόνα του δάσους. Ακόμα και το πιο μικρό φύλλο έχει γίνει animated από τους visual artists με αποτέλεσμα να σου δίνεται η αίσθηση ότι το δάσος κινείται ταυτόγχρονα με την/τον ήρωα μας. Και μετά έρχεται και το soundtrack του παιχνιδιού, άλλοτε μινιμαλιστικό και άλλοτε με εξάρσεις, για να ντύσει με τρόπο εξαιρετικό ό,τι αποτυπώνεται στην οθόνη μας.

Είναι πάντως εξαιρετικά σημαντικό, κατά την γνώμη μου, να μην χαρακτηρίσουμε το Ori and the Blind Forest απλά ως έναν όμορφο τίτλο, αλλά ως ένα πανέξυπνο platformer, το οποίο τα καταφέρνει περίφημα στο να μας ξαφνιάζει συνεχώς. Πέρα από τις προφανείς αισθητικές αξίες του τίτλου, κρύβεται από κάτω ένας τίτλος ο οποίος ξέρει ακριβώς τι θέλει να πετύχει και δίνει άπλετο χώρο στον εκάστοτε gamer να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που ο ίδιος του παρέχει. Πρόκειται, πραγματικά για ένα από εκείνα τα instant classic παιχνίδια, τα οποία θα γεράσουν πανέμορφα μαζί με την κονσόλα.

Άρης

Black Dog GR

%

Βαθμολογία