Ghostrunner review
Η κοινότητα των gamers συχνά αναζητά προκλήσεις μέσα από τα video games. Άλλωστε δεν υπάρχει πιο ικανοποιητικό συναίσθημα από το να περνάμε έναν δύσκολο αντίπαλο, μια δύσκολη πίστα ή να λύνουμε έναν δύσκολο γρίφο, ακόμα και αν απαιτεί από μας να επενδύσουμε αρκετό χρόνο, κόπο, ιδρώτα και ενίοτε την ψυχική μας υγεία. Η σειρά Souls άλλωστε, όπως και άλλα indie games όπως το Hotline Miami και το Super Meat Boy ενίσχυσαν αυτή τη μόδα, σπρώχνοντας όλο και περισσότερους developers στο να δημιουργούν αρκετά, και μερικές φορές υπερβολικά, δύσκολους τίτλους.
H ομάδα ανάπτυξης One More Level λοιπόν, έριξε μέσα σε ένα ψηφιακό καζάνι το gameplay του Mirror’s Edge, έναν χαρακτήρα με ικανότητες παρόμοιες του Master Yi από το League of Legends, τη cyberpunk αισθητική και το survivability τίτλων όπως το Hotline Miami και το αποτέλεσμα ήταν το Ghostrunner.
Σεναριακά το Ghostrunner δεν παρουσιάζει κάτι πρωτότυπο. Ο ομώνυμος πρωταγωνιστής, ένας cyber ninja, ξυπνά χωρίς μνήμες ακούγοντας στο κεφάλι του τη φωνή ενός Architect. Με τη βοήθειά του, καλείται να ανέβει έναν ουρανοξύστη, πετσοκόβωντας ότι βρίσκει μπροστά του, με σκοπό να ρίξει από την εξουσία την Mara, η οποία εκμεταλλεύεται τους εναπομείναντες κατοίκους της πόλης, μετά από ένα κατακλυσμιαίο γεγονός. Στη πορεία του θα συναντήσει και μια ομάδα αντίστασης κατά της Mara που θα τον βοηθήσουν στο σκοπό του.
Το σενάριο ωστόσο είναι απλά ένα συμπληρωματικό στοιχείο που «ντύνει» το κύριο πρωταγωνιστή του Ghostrunner που δεν είναι άλλο από το gameplay. Από τα πρώτα λεπτά του τίτλου, η αίσθηση του Mirror’s Edge είναι εμφανής. Προοπτική πρώτου προσώπου και μια ασταμάτητα γρήγορη και διαρκής κίνηση από το ένα σημείο στο άλλο με τον χειρισμό του χαρακτήρα να απαιτεί υψηλού επιπέδου ακρίβεια.
Όπως ανέφερα και παραπάνω, ο Ghostrunner δεν μπορεί να σπαταλάει χρόνο. Πρέπει να κινείται συνεχώς, πηδώντας από τη μια πλατφόρμα στην άλλη, τρέχοντας πάνω σε τοίχους και φυσικά σκοτώνοντας με την katana του ότι βρει μπροστά του. Δε νομίζω να υπήρξε στιγμή που να μην χρειαζόταν να πατάω κάποιο συνδυασμό πλήκτρων ώστε να μην πέσω στο αχανές κενό ή να μην με πετύχει κάποιος από τους αντιπάλους.
Εδώ φυσικά έγκειται και το σχεδόν τιμωρητικό επίπεδο δυσκολίας του Ghostrunner.
Ο πρωταγωνιστής δεν έχει μπάρα ζωής, δεν έχει καν δεύτερη ευκαιρία τις περισσότερες φορές. Οι περισσότεροι αντίπαλοι, που φυσικά έχουν όπλα και όχι ξίφος, χρειάζονται μια σφαίρα μόνο για να στείλουν τον Ghostrunner στο προηγούμενο checkpoint. Αυτό σημαίνει πως ο παίκτης θα πρέπει ταυτόχρονα να κινείται από το ένα σημείο στο άλλο με μεγάλη ακρίβεια, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους εχθρούς του κάθε επιπέδου οι οποίοι πυροβολούν ασταμάτητα, χωρίς να μπορεί να περιμένει ούτε δευτερόλεπτο καθώς τις περισσότερες φορές είναι εκτεθειμένος ενώ η ικανότητα να αποκρούει τις σφαίρες με το ξίφος του έρχεται λίγο αργότερα στο παιχνίδι.
Αυτό φυσικά σημαίνει πως πέθανα αρκετές φορές, υπερβολικά αρκετές φορές. Στα πρώτα 3 με 4 checkpoints της πρώτης πίστας έφαγα περίπου 45 λεπτά. Σίγουρα το αίσθημα που ένιωθα κάθε φορά που πέρναγα κάποιο checkpoint ήταν απολαυστικό. Μέχρι όμως να φτάσω σε αυτό το σημείο, οι γείτονες μου σίγουρα άκουσαν αρκετά «γαλλικά» να βγαίνουν από το στόμα μου καθώς αδυνατούσα να πατήσω τα σωστά πλήκτρα στο σωστό κλάσμα του δευτερολέπτου.
Όσο βέβαια προχωράει ο παίκτης, θα του δοθούν παραπάνω εργαλεία για να ξεπαστρεύει τους εχθρούς πριν τον σκοτώσουν μέσω των upgrades. Ωστόσο δε θα μπορεί να τα έχει όλα διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή. Κάθε upgrade έχει μορφή παρόμοια με τα τουβλάκια του tetris, και έναν δεδομένο χώρο για να χωρέσει όσα περισσότερα ταυτόχρονα μπορεί. Αυτό σημαίνει πως κάθε πίστα, ακόμα και κάθε αντίπαλος θα απαιτεί διαφορετικά upgrades ενεργοποιημένα κάθε δεδομένη στιγμή. Ωστόσο μην νομίζετε πως αυτό θα κάνει τη δουλειά σας πιο εύκολη.
Ίσως η επιλογή προοπτικής πρώτου προσώπου να είναι το μεγαλύτερο ελάττωμα του τίτλου. Είναι δύσκολο όταν πρέπει να βρίσκεται ο χαρακτήρας σε μια διαρκή κίνηση, χωρίς να μπορεί να δει τι συμβαίνει γύρω του, να πρέπει να βρει το απόλυτα σωστό σημείο που πρέπει να κάνει άλμα, το οποίο ταυτόχρονα θα τον φέρει στο εξίσου σωστό σημείο ώστε να εξουδετερώσει με μια κίνηση τους αντιπάλους, την ώρα που οι υπόλοιποι αντίπαλοι πυροβολούν ακατάπαυστα.
Αυτό καθιστά αδύνατον για τον παίκτη να καταλάβει αρκετές φορές ότι βρίσκεται σε έναν άψογα σχεδιασμένο cyberpunk κόσμο γεμάτο neon φώτα. Γενικότερα η cyberpunk ατμόσφαιρα που θέλει το Ghostrunner να μεταφέρει στον παίκτη, είναι άψογη, αν σταματήσεις να κινείσαι ακατάπαυστα έστω και για λίγο. Tα πανέμορφα σκηνικά συνοδεύονται από άψογα μουσικά κομμάτια techno και vaporwave, τα οποία βέβαια ανεβάζουν ακόμα περισσότερο το φρενήρη ρυθμό του Ghostrunner.
Πρέπει να παραδεχθώ επίσης πως η χρήση gamepad δυσχεραίνει αρκετά τη ροή του παιχνιδιού, όταν απαιτείται τεράστια ακρίβεια στις κινήσεις. Οπότε δοκίμασα τον συνδυασμό keyboard/mouse και μπορώ να πω πως τα πράγματα βελτιώθηκαν. Όχι σε βαθμό που να μην με χτυπάει αλύπητα ο τίτλος για κάθε παραμικρό λάθος που έκανα, ωστόσο τα λάθη ειδικά εξαιτίας του χειρισμού μειώθηκαν αρκετά.
Από τα παραπάνω αποδεικνύεται πως το Ghostrunner στοχεύει σε ένα κάπως περιορισμένο κοινό. Ένα κοινό που λατρεύει τις εξαιρετικά απαιτητικές προκλήσεις αλλά κυρίως με μεγάλα αποθέματα υπομονής. Η επιβράβευση που δίνει το Ghostrunner σε κάθε επιτυχημένη κίνηση είναι εξίσου μεγάλη με το, στο όρια του μαζοχισμού, κόστος που πρέπει να πληρώσει ο παίκτης για να την νιώσει.