Bioshock: The Collection
Xbox One Review“In what country is there a place for people like me?” ρωτάει ο Andrew Ryan ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του πρώτου Bioshock – ενός παιχνιδιού που κοντά δέκα χρόνια πριν, έφερε τα πάνω κάτω σε πολλούς τομείς της βιομηχανίας του gaming.
Είναι ίσως μια από τις λίγες ατάκες που μου έκαναν τόση εντύπωση, όχι τόσο γιατί συμφωνώ με την ιδεολογία του Ryan, μάλλον το αντίθετο θα έλεγα, όσο γιατί παρέχει μια διορατική ματιά στην ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα.
Ένας άνθρωπος που έχει βαρεθεί την σύγχρονη κοινωνία, δεν παίζει με τους κανόνες του status quo, θέλει να δημιουργήσει και να αυτοδημιουργηθεί εκ νέου, θέλει να ζήσει σε μια πραγματικότητα στην οποία οι ηθικοί φραγμοί δεν ισχύουν καν σαν έννοια.
Δεν ξέρω κατά πόσο ο Ken Levine και η ομάδα ανάπτυξης του Bioshock έβλεπαν τον ίδιο τους τον εαυτό πίσω από τον Andrew Ryan, όμως κατάφεραν με τον συγκεκριμένο τίτλο να αλλάξουν και αυτοί τους κανόνες της υπάρχουσας κατάστασης κατ’ εικόνα του απολυταρχικού, ατομικιστή και ιδεαλιστή ιδρυτή της Rapture.
Αυτό το περίεργο κράμα από FPS και RPG, το οποίο ισορροπεί κάπου μεταξύ FPS ‘plus’ και RPG lite, κυκλοφορεί πλέον και για το Xbox One, μέσω της remastered έκδοσης η οποία συγκεντρώνει τα Bioshock, Bioshock 2 και Bioshock Infinite – όλα σε ένα, νοικοκυρεμένα.
“Υπάρχει πάντα ένας φάρος. Υπάρχει πάντα ένας άντρας. Υπάρχει πάντα μια πόλη.” Αυτή είναι η βασική λογική που διέπει και τους τρεις τίτλους της σειράς, ακόμη και αν δεν μας αποκαλύπτεται μέχρι και το Bioshock Infinite.
Η ιστορία σε κάθε τίτλο πραγματεύεται ουσιαστικά την αρχετυπική πορεία ενός κεντρικού ήρωα, είτε λέγεται Jack, είτε Subject Delta, είτε Booker, μέσω μια πόλης – Rapture, Columbia – στην προσπάθεια του για εξιλέωση. Σε ένα ειρωνικό σχόλιο το οποίο κριτικάρει εμφανώς την ψευδαίσθηση της επιλογής, μας δίνεται ξεκάθαρα το σκηνικό στο οποίο εξελίσσεται η ιστορία των παιχνιδιών. Όσοι δεν έχετε παίξει τα παιχνίδια δεν χρειάζεται να μάθετε κάτι παραπάνω, οι υπόλοιποι έχετε πιάσει το νόημα.
Παραπάνω έκανα λόγο για FPS plus και RPG lite, και παρ’ όλο που δεν εφηύρα αυτόν τον ορισμό, για την ακρίβεια τον ξεσήκωσα από τα λόγια του ίδιου του δημιουργού Ken Levine, νομίζω πως περιγράφει επακριβώς το gameplay της σειράς.
Μια συλλογή από πολλά και διαφορετικά όπλα στο δεξί μας χέρι και μια σειρά από υπερδυνάμεις – Plasmids, Vigors – στο αριστερό, ένα σύστημα εξέλιξης σε αυτά τα δύο και… ιδού το Bioshock.
Φαντάζει τόσο απλό, αβίαστο και πηγαίο σαν λογική, που όταν βρίσκεσαι για πρώτη φορά στον κόσμο της Rapture, λες “σιγά δεν επινόησαν και τον τροχό”. Και όμως είναι όλο αυτό το πάντρεμα gameplay και narrative, πώς τα plasmids παρουσιάζονται μέσα στον κόσμο και στον παίκτη, πώς το Adam κρύβει μια δεύτερη οικονομία πίσω από τις little sisters και τους Big Daddies.. Αν και στην περίπτωση του πρώτου παιχνιδιού ο χειρισμός είναι ένα κλικ πιο αργός και στιβαρός από αυτόν που έχουμε συνηθίσει σήμερα, οι αξίες του franchise παραμένουν πιστεύω διαχρονικές – είναι από εκείνα τα πράγματα που γερνούν ωραία.
Πολλά από αυτά που αναφέρω βέβαια, εξηγούνται εκτενέστερα μέσα από μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη, η οποία έχει τοποθετηθεί διάσπαρτη στο πρώτο Bioshock σε μορφή collectibles. Αν και περιέχει πολλά spoilers, αξίζει πιστεύω μια ματιά καθώς δίνει μια πολύ κατανοητική οπτική στην διαδικασία ανάπτυξης του παιχνιδιού. Όπως επίσης φανταστικό βρήκα το museum of orphaned concepts, ένα in-game μουσείο στο οποίο ο παίκτης μπορεί να περπατήσει και να δει concept art και ιδέες οι οποίες ωστόσο δεν κατάφεραν να φτάσουν στο τελικό παιχνίδι.
Ένα από τα selling points του Bioshock: The Collection, το οποίο (ίσως) έρχεται και να δικαιολογήσει γιατί δεν εντάχθηκε στο πρόγραμμα Backwards Compatibility είναι τα αναβαθμισμένα γραφικά τα οποία προσφέρει, καθώς και αυτό το άτιμο πλέον 1080p/60fps.
Είναι αλήθεια πως έχει γίνει φανταστική δουλειά από την ομάδα που ανέλαβε το εγχείρημα καθώς δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για ένα απλό upscalling. Σε αρκετά σημεία έχουν προστεθεί καινούριες λεπτομέρειες και έχουν αντικατασταθεί παλιά textures με καινούρια υψηλότερης ανάλυσης, όμως προσωπικά αντιμετώπισα ορισμένα σημεία – ειδικά στο Bioshock Infinite – όπου τα frames έπεσαν σημαντικά. Αρκετά τουλάχιστον, ώστε ακόμη και εγώ ο στραβός να το προσέξω.
Βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο… τα παιχνίδια θα μπορούσαν και να βρίσκονται στο πρόγραμμα Backwards Combatibility του Xbox One, και να κυκλοφορήσει η remastered-collection έκδοση.
Άλλωστε πέρα από τα βελτιωμένα γραφικά το Bioshock: The Collection προσφέρει και όλα τα DLC που κυκλοφόρησαν για τα παιχνίδια, δίνοντας έτσι μια σημαντική ευκαιρία σε άτομα όπως και εγώ, που δεν προλάβαμε να πάρουμε το expansion στην ώρα του, να παίξουν για πρώτη φορά τα Minervas Den (Bioshock 2) και Burial at Sea (Bioshock Infinite).
Εν τέλει, θεωρώ πως η σειρά Bioshock αποτελεί ένα απαραίτητο κομμάτι για την βιβλιοθήκη κάθε gamer που σέβεται τον εαυτό του – κλισέ, το ξέρω αλλά δεν παύει να είναι αλήθεια.
Η συγκεκριμένη συλλογή αποτελεί λοιπόν μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για τους πρωτάρηδες να ζήσουν την εμπειρία τριών παιχνιδιών που στιγμάτισαν μια γενιά – εντάξει μεταξύ μας τώρα κυρίως δύο, αλλά μην το πείτε αυτό ποτέ στο Bioshock 2 – αλλά και για τους παλιούς να ξαναεπισκεφθούν δύο γνώριμούς τους κόσμους.
Είναι πιστεύω άκρως ενδιαφέρον να παρατηρείς την εξέλιξη αυτής της σειράς, παίζοντας αυτά τα παιχνίδια το ένα μετά το άλλο, βλέποντας την λογική πίσω από την κάθε ιδέα και το πώς τελικά αυτή υλοποιείται σε έναν τίτλο.