Κάτι περίεργο που μου συμβαίνει κάθε φορά που πρόκειται να γράψω για κάποιον τίτλο ο οποίος έχει ήδη χαράξει κάποιας μορφής και έκτασης ιστορία στον χώρο του gaming είναι ότι πάντα αναρωτιέμαι αν πρέπει να έχω τα ίδια στάνταρ που θα είχα και για έναν τίτλο που θα έβλεπα για πρώτη φορά. Αναπόφευκτα η απάντηση θα έπρεπε να είναι: «Ναι, σε επιδίωξη της αντικειμενικότητας του preview, θα έπρεπε». Πόσο αντικειμενικός μπορεί να είναι, όμως, κάποιος όταν, παίζοντας 2o (ή επόμενο) μέρος σε ένα franchise, στην προκειμένη Assassin’s Creed 4, αυτομάτως καλείται να διακρίνει αν είναι τίτλος ισάξιος του… τίτλου που φέρει; Ποιά είναι τελικά τα «αντικειμενικά» στάνταρ για έναν τίτλο που σχεδόν σε κάθε έκδοσή του μετά την πρώτη, φέρνει καινοτομίες και επιφέρει καθοριστικής σημασίας αλλαγές και βελτιώσεις στο gameplay; Και, τέλος, το σημαντικότερο ίσως ερώτημα: πώς κρίνω έναν σημαντικό τίτλο από ένα σύντομο hands-on με τέτοιον τρόπο, ώστε να καλύψω τόσο τις ερωτήσεις κάποιου φίλου της σειράς όσο και τις απορίες ενός πιθανού νέου παίκτη;

Με συνειδητή την προσπάθεια να βγάλω την… καλύπτρα του πειρατή από το ένα μάτι και να κρίνω το παιχνίδι όσο λιγότερο υποκειμενικά γίνεται, παρακάτω οι εντυπώσεις μου από τη στιγμή που το Πιστεύω των Ασσασσίνων συναντάει, με μεγάλη επιτυχία θα προσθέσω επιφυλακτικά εδώ, τους Πειρατές της Καραϊβικής.

Το Black Flag hands-on demo που έπαιξα ξεκίνησε με εμένα να ελέγχω ένα πλοίο και να βρίσκομαι ανάμεσα σε τέσσερα μεγάλα νησιά. Ο στόχος ήταν να κυνηγήσω ένα πλοίο και στη συνέχεια να ακολουθήσω κάποιο άλλο κομμάτι της αποστολής, το οποίο όμως ποτέ δε θα μάθουμε πώς είναι, αφού μετά την σύντομη εισαγωγή στο πώς το παιχνίδι έχει σχεδιαστεί, ώστε να είναι ένας πρακτικά open world, αποφάσισα, ζήτησα και κατάφερα να δω την λίγο πιο ελεύθερη πλευρά του παιχνιδιού. «Πειρατεία» κατά μια έννοια, αλλά αφού ο συνεργάτης της Ubisoft ενθουσιάστηκε με την ιδέα να μου δείξει κάτι διαφορετικό, δεν υπήρχε λόγος να μην το κάνω – ταίριαζε και με το κλίμα. Αν θέλετε να δείτε μια διαφορετική πτυχή (και ίσως το τι θα έπρεπε να έχω κάνει), δείτε το σχετικό βίντεο που ανεβάσαμε από την gamescom, στο οποίο μπορούμε να δούμε gameplay από τον ναυτικό αποκλεισμό και την πολιορκία ενός οχυρού, που στη συνέχεια εξελίσσεται σε μάχη σώμα με σώμα στη στεριά.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, το πρώτο κομμάτι του hands-on ήταν χρόνος επάνω στο καράβι. Ο χειρισμός έχει βελτιωθεί αρκετά από το προηγούμενο μέρος της σειράς και πιστεύω ότι το ίδιο ισχύει και για την κάμερα, η οποία φάνηκε να είναι πιο καλά τοποθετημένη και να κινείται πιο «έξυπνα» καθώς έκανα τη μετάβαση από τη μια πλευρά του πλοίου στην άλλη και από την αργή στην γρήγορη πλεύση. Ο σχεδιασμός της πορείας με το καράβι αποδείχθηκε αρκετά εύκολη υπόθεση, καθώς ο συνδυασμός της κάμερας και του mini map μου επέτρεψε πολύ άνετα να κατευθυνθώ προς τον στόχο μου. Η θάλασσα, τα κύματα, ο τρόπος που το καράβι αλληλεπιδρά μαζί της, είναι πραγματικά εξαιρετικό δείγμα δουλειάς – κάτι που θα ήθελα να έχω δει σε προηγούμενο μέρος της σειράς, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. Μάλιστα, σε έναν κόσμο που βασίζεται στο gameplay στη θάλασσα, θα μου έλειπε πολύ περισσότερο και το παιχνίδι θα «έχανε» αξία. Φτάνοντας στο καράβι-στόχο, είχα την ευκαιρία να κάνω την πρώτη ναυμαχία – μια άκρως εντυπωσιακή, γρήγορη και διασκεδαστική εμπειρία που, αν και φοβάμαι ότι μπορεί να γίνει επαναλαμβανόμενη αν δεν προσέξουν το πόσο συχνά, πόση ένταση και διάρκεια θα έχει, τολμώ να πω ότι ευχαριστήθηκα. Με τα όπλα να μπορούν να ρίξουν από κάθε πλευρά του πλοίου πλέον, και διαφορετικά όπλα στη διάθεσή μας, όπως για παράδειγμα αλυσίδες που καταστρέφουν τα κατάρτια των αντιπάλων, πολύ γρήγορα είχα εξοικειωθεί με τον μηχανισμό, τον χειρισμό και το όλο gameplay και «βύθισα» το πρώτο πλοίο. Αφού μάζεψα τους θησαυρούς που επέπλεαν, έκανα το ίδιο σε ένα ακόμα πλοίο, στο οποίο όμως πλησίασα αρκετά και έδωσα εντολή να επιβιβαστούμε. Αν και ο συνεργάτης της Ubisoft που με καθοδηγούσε με οδηγίες για το πώς και πού πρότεινε να χρησιμοποιήσω το κανόνι, προσωπικά αν και εφικτή, βρήκα βαρετή την ιδέα ενός Assassin’s Creed από απόσταση, οπότε επιβιβάστηκα στο αντίπαλο καράβι και γρήγορα γρήγορα καθάρισα τους αντιπάλους που έπρεπε, πριν το αντίπαλο πλήρωμα παραδοθεί. Στη συνέχεια τους έδωσα την επιλογή να τους εκτελέσω ή να μυηθούν στο πλήρωμα του πλοίου μου – και εντελώς ελεύθερα επέλεξαν το δεύτερο, οπότε κάπως έτσι τελείωσε η ναυμαχία και αύξησα και το ανθρώπινο δυναμικό μου. Εδώ αξίζει να σημειώσω ότι η ναυμαχία έχει έναν ικανοποιητικό βαθμό δυσκολίας (για το επίπεδο που έπαιζα σε κάθε περίπτωση), ενώ δεν ήταν λίγες και οι φορές που πέρασα οριακά από ξέρες ή βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τα βράχια κάποιου νησιού. «Γιο χο, γιο χο, a pirate’s life for me».

Αφού λοιπόν έκλεισα και την εκκρεμότητα «έρχεστε μαζί μας» / «μένετε εδώ», δοκιμάσαμε να εξερευνήσουμε ένα τυχαίο νησί του παιχνιδιού, με την υποστήριξη του Companion App που θα είναι διαθέσιμο δωρεάν με την κυκλοφορία του AC4. Αφού λοιπόν έκανα ένα Quick Travel, που υποψιάζομαι ότι θα είναι διαθέσιμο μετά από αρκετές ώρες παιχνιδιού, βρέθηκα στην όχθη ενός μικρού νησιού. Αφήνοντας το τιμόνι του πλοίου, πήδηξα στο νερό, κολύμπησα στην όχθη και έτσι κάπως βρέθηκα στο γνωστό χειρισμό και την οικεία αίσθηση ενός Assassin’s Creed στη στεριά. Εδώ, είχα την ευκαιρία να εξερευνήσω το νησί, να βρω ένα σεντούκι με διάφορα καλούδια, να ανέβω σε έναν πύργο και να ξεκλειδώσω ένα σημείο ενδιαφέροντος, όλα με το επίπεδο του animation και την ευκολία και ομαλότητα που θα περίμενα από ένα Assassin’s Creed. Είχα επίσης την ευκαιρία να εμπλακώ και σε μια μάχη με μια ομάδα νεαρών που αποφάσισαν ότι ήμουν «λίγος» για να πιώ κάτι στο μπαρ (;) του νησιού. Δεν ήμουν. Η μάχη είχε ενδιαφέρον, όχι γιατί ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί στο Assassin’s, αλλά γιατί και εδώ φαίνεται να έχουν γίνει πολλές βελτιώσεις. Η ροή της μάχης ήταν πολύ πιο αρμονική και, αν και υποψιάζομαι ότι ήμουν overpowered για το συγκεκριμένο σημείο, ο τρόπος που περνούσα από τον ένα αντίπαλο στον άλλο είχε μια ευχέρεια που δεν ξέρω αν είχα δει σε προηγούμενα μέρη της σειράς. Σίγουρα το βελτιωμένο animation και η μηχανή γραφικών (βλ. Anvil του Assassin’s Creed 3) παίζουν ρόλο εδώ, αλλά υποψιάζομαι ότι πρόκειται για κάτι που η ομάδα ανάπτυξης έκανε συνειδητή προσπάθεια να βελτιώσει. Αφού λοιπόν εξερεύνησα, ξεκλείδωσα ένα θησαυρό, κολύμπησα λίγο ακόμα και πολέμησα και μερικούς αντιπάλους, και καθώς πλησίαζε το τέλος του χρόνου που είχα στη διάθεσή μου, ήπια ένα ποτό, θα ήθελα να πιστεύω για λόγους συνοχής ότι ήταν ρούμι, και έκλεισα το demo με ένα διασκεδαστικό εφέ «ζαλάδας» (ναι, από το ένα αυτό ποτό).
Το υπόλοιπο του χρόνου το πέρασα βλέποντας το Companion App, το οποίο μου τράβηξε την προσοχή, επειδή λειτουργεί και ανεξάρτητα από το παιχνίδι, ακόμα και όταν δεν θα είμαι πχ στο σπίτι ή στην κονσόλα. Δεν πρόκειται δηλαδή για Companion App που απλά είναι ένα ακόμα interface (second screen για να υπάρχει), αλλά μια εφαρμογή που επιτρέπει, ενώ παίζω στην κονσόλα, να θέτω σημεία ενδιαφέροντος και να ανακαλύπτω περισσότερο από το παιχνίδι. Όταν δεν παίζω απευθείας στην κονσόλα μου επιτρέπει έναν βαθμό διαδραστικότητας όπως για παράδειγμα να στείλω το στόλο μου σε contracts κτλ. Για τους φίλους της σειράς, κάτι αντίστοιχο είχε γίνει διαθέσιμο στο παρελθόν μέσω του Facebook, το οποίο όμως αν και είχε πλάκα, δεν ολοκλήρωσε ποτέ η Ubisoft, καθώς μέχρι την τελευταία ημέρα που το έπαιζα έλειπαν πράγματα (“Coming Soon”!). Ελπίζω το Companion App να μην έχει τέτοια κενά – και το καλό είναι ότι από όσο το είδα, φάνηκε αρκετά πλήρες, παρά το ότι έχουμε μήνες μέχρι την κυκλοφορία. Αν και δεν πρόκειται για μέρος του παιχνιδιού, μου αρέσει που επεκτείνει την εμπειρία μου από το σύμπαν του παιχνιδιού και γι’ αυτό έχω την προσδοκία να το κάνει όσο καλά το κάνει και το 4ο μέρος (επίσημα) της σειράς.

Το Assassin’s Creed είναι μια σειρά παιχνιδιών που ξεκίνησαν να κυκλοφορούν ανά μερικά χρόνια, και γρήγορα έφτασαν να γίνουν από τους τίτλους που βγαίνουν κάθε φθινόπωρο. Αν και συνέχισαν να διατηρούν υψηλά στάνταρ και να παίρνουν καλές βαθμολογίες, η gaming κοινότητα πολύ γρήγορα συνήθισε την ιδέα, με αποτέλεσμα ο ντόρος που έγινε για τα Brotherhood και Revelations να είναι μικρότερος από αυτόν των «κεντρικών» κυκλοφοριών, AC2 και AC3, παρά το ότι η ιστορία συνεχιζόταν και κάθε άλλο παρά υστερούσαν σε σχέση με τους προκατόχους τους. Το Black Flag νομίζω είναι παγιδευμένο στο ίδιο σκηνικό. Όλοι έχουν υψηλές προσδοκίες από τον τίτλο, συμπεριλαμβανομένου φυσικά του γράφοντος, αλλά πολλοί περιμένουν μιας «δεύτερης» ποιότητας Assassin’s Creed.

Οφείλω να πω ότι βάσει του χρόνου που πέρασα με το παιχνίδι, που βέβαια οριακά ξεπερνάει τη μισή ώρα, πιθανότατα (θα) έχουμε στα χέρια μας έναν εξαιρετικό τίτλο, οπότε επιφυλάσσομαι να επιστρέψω σε μερικές εβδομάδες για να σας πω αν και κατά πόσο η ιδέα το Assassin’s Creed να… βγει στην Πειρατεία ήταν καλή ή όχι.